5/1/10

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989

Επιμέλεια: Νίκη Γρυπάρη, Μαρίνα Γερουλάνου,
Τάσος Σακελλαρόπουλος
Επιμέλεια κειμένων: Ουρανία Ιορδανίδου
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη -
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
2009, 405 σελ., τιμή 60.00 €, έκπτωση 10%
Τελική τιμή 54.00


Πρόκειται για τον κατάλογο της πρώτης αναδρομικής έκθεσης έργων του Γιάννη Τσαρούχη στην Αθήνα, η οποία πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη (18/12/2009 – 14/3/2010), σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τραπέζης Κύπρου, με αφορμή την συμπλήρωση εκατό χρόνων από την γέννηση του καλλιτέχνη. Δεδομένου ότι η έκθεση φιλοδοξεί να δώσει μια συνολική εικόνα του έργου του καλλιτέχνη, στο εκθεσιακό υλικό περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός ζωγραφικών έργων και σκηνογραφικών μακετών, τα οποία συγκεντρώθηκαν από ιδρύματα, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Οι τέσσερις εποχές, 1969
Λάδι σε πανί, 156,5 x 295 εκ.
Ιδιωτική συλλογή

Προσεγγίζοντας με σεμνή αναίδεια
τη ζωή και το έργο του Γιάννη Τσαρούχη
Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος
(από την εισαγωγή του καταλόγου)

«…Ο Τσαρούχης αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως δυνητικό "δάσκαλο ψυχών για ένα καλύτερο τρόπο ζωής", επειδή ιδεολογικά, ψυχοδιανοητικά, είχε διαμορφωθεί με τα ιδανικά ─θα ήταν ακριβέστερο να θεωρήσουμε ότι είχε μυηθεί σ’ αυτά─ εκείνου του ευάριθμου κύκλου καλλιτεχνών και διανοουμένων, που εμφορούνταν από τις κινηματικές ρεφορμιστικές, όσο και ουτοπικές, φυσιολατρικές αναζητήσεις του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα, οι οποίες επιδίωκαν την αλλαγή της ζωής, την επιστροφή σε κοινοτικούς τρόπους ζωής μέσα στη φύση, τη χορτοφαγία, την ηθική απελευθέρωση, τον ελευθεριακό έρωτα, την κοινοκτημοσύνη και την επιστροφή στη χειροτεχνία και σε άλλες πρακτικές ζωής, νοημένες και νοηματοδοτημένες από ένα πλαίσιο μυστικιστικών βιοθεωριών, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, βαθύτατα επηρεασμένων απ’ ότι ο Herman Hesse θα περιέγραφε ως Ταξίδι στην Ανατολή· το μυητικό δελφικό πνευματικό κέντρο της Γης του Σικελιανού, οι ελληνικοί χιτώνες και η αναβίωση του αρχαίου δράματος της Εύας Palmer, οι συνεργατικές ομάδες της χειροτεχνικής παραγωγής και το Ελληνικό Σπίτι της Χατζημιχάλη, η ανακάλυψη και η επιστροφή στις αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και το 3ο Mάτι του Πικιώνη, η ορφική μυστικιστική αφαιρετικότητα και η βαθιά σιωπή του Παρθένη, και ακόμα η αποκαλυπτική εμπειρία της φωνής του Καραγκιόζη μέσα στη νύχτα, φωνή του Πανός και των Σατύρων, του Διός και του Αριστοφάνη, που, όπως γράφει ο Τσαρούχης, ερχόταν σ’ όλη μου τη ζωή, σαν ένας έλεγχος θείου δαιμονίου, ήταν οι μορφές με τις οποίες βιώθηκε και εν μέρει υλοποιήθηκε η ουτοπία εκείνου του ταξιδιού που ο καθένας τους είχε ορίσει για τον εαυτό του.

Η ξεχασμένη φρουρά (αριστερό κομμάτι), 1956
Λάδι σε πανί, 210 x 145 εκ.
Συλλογή Δ. Ν. Π.

[…] Υπήρξε ζωγράφος και λειτουργούσε, εκ των πραγμάτων, διαφωτιστικά, ενώ ποθούσε το άρρητο και το μυστικό· έλεγε ότι η τέχνη, η ζωγραφική, όφειλε να "ξεπεράσει τα όρια" του θεοσεβούμενου ανθρώπου, να πατήσει στο άδυτο, το "ιερό μέρος", να φτάσει ─αψηφώντας τη "θεϊκή τιμωρία"─ στην ύβριν. Φανταζόταν, με ρομαντική έμπνευση, ότι η ζωγραφική του Πολυγνώτου και του Αγαθάρχου από τη Σάμο είχε, πράγματι φτάσει σ’ αυτή την υπεράνθρωπη τελειότητα και γι’ αυτό ─από τιμωρία θεϊκή─ η αρχαία ελληνική ζωγραφική, η πιο μεγάλη, η μοναδική, η μόνη, όπως γράφει, είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Όρισε έτσι αυτή τη ζωγραφική και ευρύτερα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ως ύβρη θεοσεβούμενων ανθρώπων που συνδύασαν την τόλμη που ξεπερνά κάθε όριο με την πειθαρχία του θρησκευόμενου ασκητή.

Γυμνό ξαπλωμένο σε σεντόνι καρεδωτό, 1937
Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε χαρτί, 50 x 150 εκ.
Ιδιωτική συλλογή

Έχοντας αυτό το αντιφατικό ιδανικό, να είναι και ο ίδιος παράτολμος ζωγράφος και συνάμα πειθαρχημένος ασκητής, μελέτησε και κατανόησε, όσο κανείς σύγχρονος καλλιτέχνης, τη ζωγραφική πειθαρχία της πολυγνώτειας χρωματικής κλίμακας (κεραμιδί, ώχρα, μαύρο, άσπρο) και, διατρέχοντας αναδρομικά την ιστορία της τέχνης, μαγεύτηκε εξίσου από την επίσης θρυλούμενη προοπτική και οπτική απάτη της ζωγραφικής του Αγαθάρχου· στο πεδίο της ζωγραφικής η δική του ύβρις ήταν αυτή: Προσπάθησε το αδύνατο, να είναι στη ζωγραφική του Πολύγνωτος και Αγάθαρχος ή ─αν θέλετε─ Σπαθάρης και Caravaggio ή Matisse και Courbet· να ζωγραφίζει δηλαδή την πραγματικότητα μόνο με χρώματα πειθαρχημένα στην επιφάνεια του καμβά, στις δυο του διαστάσεις, βιάζοντας όπως είπε, την προοπτική, και ─παράλληλα ή ενaλλακτικά─ να ζωγραφίζει με κιαροσκούρο, διαπερνώντας, βιάζοντας την επιφάνεια με την οφθαλμαπάτη του βάθους, σεβόμενος την προοπτική – να κάτι καθοριστικό στην όλη πορεία του, που τον φέρνει εγγύτερα στην αντίστοιχη ζωγραφική παλινδρόμηση του Picasso παρά στη δισδιάστατη συνέπεια του Matisse.

Ευριπίδης, Τρωάδες
Μακέτα σκηνικού και κοστουμιών,
1977
Λάδι σε χαρτί, 72,5 x 98,4 εκ.
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, αρ. ευρ. 690

Το μάτι του δε χόρτασε ποτέ να παρατηρεί την πραγματικότητα ούτε ικανοποιήθηκε ποτέ από τις δημιουργίες του χεριού του και, κάτω από αυτή την ανελέητη αυτοκριτική, σπρωγμένος από την εσωτερική του αναζήτηση, επιδίωξε όχι το υψηλό, αλλά το ύψιστο, το τέλειο. Η ζωγραφική, είχε πει στον Γιώργο Πετρή, όπως όλες οι μεγάλες προσπάθειες του ανθρώπου είναι μια έκφραση της αιώνιας πάλης για το απόλυτο, που συγκινεί κάθε ζωντανό πλάσμα· στην ίδια συνέντευξη θα δηλώσει ότι το θέμα της ζωγραφικής για μένα είναι η απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα. Η αλήθεια και το απόλυτο ─θα ισχυριστεί αργότερα─ είναι ο σκοπός ο ίδιος των λιγόζωων ανθρώπων. Από αυτή την ομολογία, αν δε θέλουμε να χαθούμε σε ατέρμονες επιφανειακές περιγραφές, μπορούμε να εισχωρήσουμε, να ψηλαφίσουμε τη διαρκή αγωνία του, του ίδιου και του ζωγραφικού του έργου – να εντοπίσουμε δηλαδή το αείζωον πυρ, το απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα της όλης αναζήτησής του...»



Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929-35). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931-34), που τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική κι ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και 'Αγγελο Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.

Στα 1935-6 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σ' επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς, ο Τζιακομέτι κ.ά. Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα. Το 1940 επιστρατεύτηκε κι υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το 1947 πραγματοποίησε δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1951 εξέθεσε σε Παρίσι και Λονδίνο και το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Νέας Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του, που ο ίδιος το μετέτρεψε, παραχωρώντας τη προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του. Σημαντική υπήρξε κι η ενασχόληση του με τη σκηνογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο του θεάτρου το 1928 φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κουστούμια για τη Πριγκίπισσα Μαλένα του Μέτερλιγκ. Το 1934 με τη δουλειά του στην Ερωφίλη του Χορτάτζη σηματοδοτείται η έναρξη συνεργασίας με τον Κάρολο Κουν. Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.

Η Μελίνα Μερκούρη με τον Γιάννη Τσαρούχη

Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση, με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για τη τέχνη. Μετά την πολύχρονη παραμονή του στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1980, μέχρι το τέλος της ζωής του. Υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του '30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της ελληνικότητας με το ιδίωμα του μοντερνισμού. Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε τη μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του '50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Πέθανε στην Αθήνα το 1989, σε ηλικία 79 ετών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου