Μαντώ Νταλιάνη-Καραμπατζάκη
Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, σημερινοί ενήλικες Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν
στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους
Μετάφραση: Κώστας Α. Ζερβός
Επιστημονική επιμέλεια: Ι. Τσιάντης, Δ. Πλουμπίδης
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, Εταιρεία Ψυχικοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου,
Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου 2009527 σελ., τιμή 32.00 €, έκπτωση 10%Τελική τιμή 28.80 €Σε αυτό τον τόμο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια ολοκληρωμένη επιστημονική μελέτη πάνω στο ζήτημα των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου σε τρεις ομάδες, συνολικά
150 παιδιών, που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους στα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για τη μετάφραση στα ελληνικά της διδακτορικής διατριβής της παιδοψυχιάτρου Μ. Νταλιάνη-Καραμπατζάκη
Παιδιά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου 1946-49, σημερινοί ενήλικες. Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους. Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στη Σουηδία το
1994. Περιλαμβάνει επίσης τα εισαγωγικά κείμενα των Ι. Τσιάντη, Τ. Σακελλαρόπουλου και Δ. Πλουμπίδη, καθώς και κείμενα του Δ. Νταλιάνη, συζύγου της συγγραφέως, και του καθηγητή Ρ. Α. Rydelius για τις συνθήκες της συλλογής των στοιχείων και της εκπόνησης της διατριβής.
Η μελέτη αφορά στη μακροχρόνια κοινωνική πορεία και την κατάσταση της υγείας
150 παιδιών διωκόμενων οικογενειών. Πολλά από τα παιδιά κάτω των δύο ετών έζησαν στη φυλακή με τις μητέρες τους. Η Μαντώ Νταλιάνη, κρατούμενη και η ίδια στις φυλακές Αβέρωφ το
1949-50, συνάντησε εκεί κάποια από αυτά. Τη δεκαετία του
1980 αναζήτησε αυτά τα παιδιά σε ηλικία
35-45 ετών, τους επιζώντες γονείς τους, αλλά και τις ή τους συζύγους τους. Με δομημένα ερωτηματολόγια και μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις κατέγραψε την πορεία τους στη ζωή και τα προβλήματα που συνάντησαν. Διαπίστωσε ότι, αντίθετα με ό,τι περίμενε αρχικά, πολλά από αυτά τα παιδιά είχαν μια ομαλή κοινωνική και επαγγελματική ζωή, παρά τους πολλαπλούς ψυχο-τραυματισμούς της παιδικής τους ηλικίας. Αυτό αποδόθηκε στη δράση ατομικών και συλλογικών προστατευτικών παραγόντων, που περιγράφονται σε διάφορα κεφάλαια του βιβλίου. Τα αποτελέσματα της έρευνας σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και σε ό,τι αφορά τη σωματική και την ψυχική υγεία των συμμετεχόντων, παρουσιάζονται τόσο σε συγκεντρωτικούς πίνακες, όσο και στην αναλυτική περιγραφή
57 περιπτώσεων, που καλύπτονται με ψευδώνυμα, ώστε να αποφευχθεί η αναγνώριση των προσώπων.
Σελίδα από τετράδιο ασκήσεων που έστειλε κρατούμενη μητέρα στο παιδί της. Ο αγώνας της Κύπρου.
Αρχείο Ιουλίας Πλουμπίδου-Παπαχρίστου
Το κείμενο του Γεώργιου Μαλούχου που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην στήλη Ιστορία της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ (21 Φεβρουαρίου 2010):
Βρέφη του εμφυλίου, ενήλικοι του σήμεραΚρατούμενη και η ίδια στις φυλακές Αβέρωφ την περίοδο 1949-50, η συγγραφέας-παιδίατρος Μαντώ Νταλιάνη παρακολουθεί τα παιδιά των γυναικών συγκρατουμένων της. Επιστρέφει πάλι στο 1980 για να τα συναντήσει στην ηλικία των 35-45 ετών. Μια συγκλονιστική καταγραφή. 'Ελης, Αλέξης, Άγγελος, Ρίτα, Νίκη, Πέτρος, Καίτη, Μαρίνα, Αθηνά, Τζένη, Έκτορας, Έλλη, Θεοδώρα... Κάποια από τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις φυλακές. Τις φυλακές του εμφυλίου πολέμου. Παιδιά που δεν έφταιξαν σε τίποτα, αλλά που κουβάλησαν στην πιο ευαίσθητη στιγμή τους το τρομερό φορτίο μιας τραγικής σύγκρουσης. Και, πίσω από όλα αυτά τα παιδιά, μια γυναίκα, που έζησε κοντά τους ως κρατούμενη. Και εκείνη, με τη σειρά της, έκανε σκοπό της ζωής της πρώτα να τα βοηθήσει και στη συνέχεια να μελετήσει σε βάθος όλα όσα είχαν υποστεί: αυτή είναι η συγκλονιστική ιστορία της Μαντώς Νταλιάνη-Καραμπατζάκη. Μια ιστορία σπάνιας πίστης και αφοσίωσης στην ανθρώπινη ύπαρξη, όπως εκφράζεται από συγκλονιστικές μαρτυρίες.
Η έννοια «σκοπός της ζωής της» δεν ενέχει καμία υπερβολή για την Νταλιάνη-Καραμπατζάκη. Η προσπάθειά της ξεκίνησε στα
1949 και διήρκεσε ως τον θάνατό της. Μελέτησε συνολικά
150 παιδιά που τα ίδια και οι μητέρες τους είχαν το βίωμα των φυλακών του εμφυλίου. Η μελέτη της ξεκίνησε μέσα στις ίδιες τις φυλακές. Το υλικό της παρέμεινε "κλεισμένο" μέσα της και το επεξεργαζόταν επί δεκαετίες. Πολλά από τα παιδιά τα γνώρισε ως κρατούμενη, όπως και τις μητέρες τους. Οταν τα αναζήτησε αργότερα, στη δεκαετία του
1980, και μίλησε μαζί τους ήταν ενήλικοι
40-45 ετών. Με δομημένα ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις που μαγνητοφωνήθηκαν, κατέγραψε την πορεία τους από τα χρόνια της φυλακής ως την ώρα που μιλούσαν μαζί της, ενώ επεξεργάστηκε αυτό το υλικό χρησιμοποιώντας τεχνικές που είτε τις ανέπτυξε η ίδια είτε τις είχαν επεξεργαστεί ευρωπαίοι συνάδελφοί της, ιδίως σε μελέτες για τις επιπτώσεις στα παιδιά (αλλά και στα παιδιά των παιδιών) που επέζησαν του εβραϊκού Ολοκαυτώματος.
Τα βιώματα που καταγράφονται σε αυτές τις περιγραφές και που συμπληρώνονται και από άλλες μαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής της, είναι εφιαλτικά. Στις φυλακές Αβέρωφ, μια μητέρα με το παιδί της, ή και με δύο παιδιά, ζούσαν σε ένα κελί δύο τετραγωνικών μέτρων. Εκεί αναγκάζονταν να κοιμούνται, να τρώνε, να περνούν
16 ώρες την ημέρα, να φροντίζουν τις σωματικές τους ανάγκες. Δεν υπήρχε πρόβλεψη για τρεχούμενο νερό ή τουαλέτες στους θαλάμους. Τα παιδιά, επειδή δεν ήταν τα ίδια κρατούμενοι αλλά οι μητέρες τους, δεν περιλαμβάνονταν στο συσσίτιο της φυλακής, το οποίο ήταν ούτως ή άλλως άθλιο. Ο Ερυθρός Σταυρός προσπαθούσε να τα σιτίσει και να τα εμβολιάσει, αλλά όχι πάντα με επάρκεια. Τον Αύγουστο του
1950, έπειτα από την εκτέλεση
17 γυναικών, η διοίκηση των φυλακών αποφάσισε να τιμωρήσει τις υπόλοιπες κρατούμενες αποχωρίζοντάς τις από τα παιδιά τους. Ετσι,
93 από αυτά, δύο ετών και άνω, έπρεπε να φύγουν. Για τα
54 οι μητέρες τους κατάφεραν και βρήκαν συγγενικά ή φιλικά σπίτια να τα μεγαλώσουν. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν σε ιδρύματα, όπου, αν και χωριστά από τις μητέρες τους, οι συνθήκες ήταν γενικά καλύτερες από εκείνες της φυλακής, μολονότι σε κάποια ήταν εξίσου κακές.
Η διευθύντρια των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ, Άρτεμις Πετράντη (αριστερά), με μια υπάλληλο και ένα από τα παιδιά της φυλακής. Αρχείο Μαντώς Νταλιάνη
Ξεπερνώντας τα ψυχικά τραύματα
Μελετώντας αυτά τα
150 παιδιά, η Μαντώ Νταλιάνη-Καραμπατζάκη προσπάθησε να αναδείξει και να καταγράψει τις συνέπειες των τραγικών βιωμάτων τους σε πολλά επίπεδα: τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, τις σχέσεις με τους γονείς τους, τη σεξουαλική ωρίμανση και την αίσθησή τους για την οικογένεια, την εκπαίδευση, την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, τελικά, τη συνολική τους διαμόρφωση. Τα πορίσματά της, πέρα από ότι το καθένα χωριστά αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρον "πορτρέτο" καθενός από αυτά τα παιδιά, τα συστηματοποίησε με τρόπο πολύ αναλυτικό για να καταλήξει στα γενικά συμπεράσματα της μελέτης της: «Υπάρχουν ατομικές διαφοροποιήσεις», γράφει,«αλλά κανένα παιδί σ΄ αυτή τη μελέτη δεν είχε φυσιολογική παιδική ηλικία και καμία μητέρα δεν ζούσε στο φυσιολογικό περιβάλλον που θα της έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξει τη μητρική ικανότητα. Παρόλα αυτά, η πλειονότητα τόσο των γυναικών όσο και των παιδιών μπόρεσαν να αναλάβουν από τις τραυματικές εμπειρίες τους».
Το έργο της ήταν δύσκολο και χρειάστηκε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Οταν όμως ολοκληρώθηκε, αυτά τα συμπεράσματα την εξέπληξαν τόσο που την έκαναν να αναρωτηθεί αν τα θεωρητικά θεμέλια της εργασίας της ήταν επιστημονικά ακριβή. Διότι ούτε η ίδια μπορούσε να περιμένει ότι μέσα από τα φοβερά βιώματα αυτών των παιδιών θα ήταν δυνατόν τελικά να διαμορφωθούν ενήλικοι οι οποίοι στην πλειονότητά τους θα πετύχαιναν τόσο στη ζωή τους και θα ήταν ευτυχισμένοι, ζώντας μια ομαλή προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή παρά τους πολλαπλούς ψυχικούς τραυματισμούς που είχαν βιώσει στα παιδικά τους χρόνια. Τα πορίσματα της διατριβής της υπήρξαν τόσο εντυπωσιακά ώστε επηρέασαν την επιστήμη της.
Παιδί και η νονά του στη φυλακή. Αρχείο Μαντώς Νταλιάνη
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ «Ο Έλης γεννήθηκε στις
6 Σεπτεμβρίου του
1946. Γρήγορα μετά τη γέννηση και τη βάπτισή του (το όνομά του σημαίνει ελευθερία), η μητέρα του πέρασε στην παρανομία. Στις
14 Ιανουαρίου του
1948 τη συνέλαβαν. Ενας σύντροφος είχε προδώσει το κρυσφήγετό της. Μου έλεγε ότι την είχαν απομονωμένη με τον Έλη σε ένα μικρό, σκοτεινό και υγρό δωμάτιο επί σαράντα ολόκληρες ημέρες. Τη βασάνιζαν για να τους αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άντρας της. Είχαν τοποθετήσει στο κεφάλι της ένα "ηλεκτρικό σιδερένιο στεφάνι" απ΄ όπου περνούσε ρεύμα. Οι χωροφύλακες είχαν προσπαθήσει να την έχουν μόνη στο κελί των βασανιστηρίων αλλά ο Έλης έκλαιγε ακατάπαυστα και τόσο δυνατά επί τρεις ώρες που τελικά τον έφεραν κοντά της για να μην ακούν οι άνθρωποι έξω από το κτίριο της χωροφυλακής τα κλάματα του παιδιού. Η Πέπη είχε λιποθυμήσει πολλές φορές με τον Έλη στην αγκαλιά, αλλά συνερχόταν αμέσως μόλις οι βασανιστές της έριχναν επάνω της, και επάνω στο παιδί, κρύο νερό...».
«Στις
22 Μαρτίου του
1979 ο Αλέξης τηλεφώνησε για να μου αναγγείλει ότι είχε γίνει πατέρας, ότι είχε αποκτήσει ένα κοριτσάκι και να με ρωτήσει αν ήθελα να γίνω νονά του. Κατασυγκινήθηκα και δέχθηκα αμέσως. Ο Αλέξης είχε εκτεθεί σε μαζικές, συνεχόμενες τραυματικές εμπειρίες από την κύησή του και την περιγεννητική και νεογνική περίοδο μέχρι τη βρεφική και παιδική ηλικία. Αυτό το υψηλού κινδύνου παιδί, θύμα του εμφυλίου πολέμου, επέτυχε άριστη προσαρμογή κατά την ενήλικη ζωή του. Για μένα, η βάπτιση της κορούλας του, υπήρξε ολοζώντανη ανάκληση της δικής μου βάπτισης, εμπειρία επώδυνης ανάμνησης αλλά και ανακούφιση.»
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝΗ ΜΑΝΤΩ ΝΤΑΛΙΑΝΗ-ΚΑΡΑΜΠΑΤΖΑΚΗ, η οποία γεννήθηκε στη Μικρά Ασία το
1920, ήλθε στην Ελλάδα με τους ξεριζωμένους της Καταστροφής και πέθανε στη Στοκχόλμη το
1996. Ξεκίνησε τις σπουδές της στην Ιατρική Αθηνών λίγο πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στα
1938. Τις ολοκλήρωσε στην Κατοχή. Σπούδαζε, εργαζόταν, ήταν μέλος του ΕΑΜ, όπως και ο σύζυγός της. Το
1947 ως άμισθη ιατρός ξεκίνησε την ειδικότητά της στην παιδιατρική στο «Αγία Σοφία». Το
1949, ενώ ο σύζυγός της ήταν εξόριστος στην Ικαρία, εκείνη συνελήφθη για να περάσει δύο χρόνια στις φυλακές Αβέρωφ ως υπόδικη χωρίς να δικαστεί ως την απελευθέρωσή της. Σε αυτά τα δύο χρόνια αφιερώθηκε πολύ ενεργά στη φροντίδα αλλά και στη μελέτη των ανήλικων παιδιών που βρίσκονταν στη φυλακές: την ώρα που βρισκόταν μαζί τους στην ίδια φυλακή προσπαθούσε να κατανοήσει και να συστηματοποιήσει τις επιπτώσεις που αυτή είχε στην ψυχική τους υπόσταση. Το
1955 έφυγε για την Αγγλία όπου εργάστηκε σε παιδοψυχιατρικές και νευρολογικές κλινικές, ενώ το
1961 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στη Σουηδία όπου και εργάστηκε ως προϊσταμένη γιατρός παιδοψυχιατρικών ιατρείων. Στα
1980, παράλληλα με τη δουλειά της στη Σουηδία, "επέστρεψε" στο παρελθόν και στην Ελλάδα. Τότε ξεκίνησε τη συγγραφή της διδακτορικής της διατριβής για τα παιδιά που μεγάλωσαν στις φυλακές του ελληνικού εμφυλίου. Διατριβής η οποία γράφτηκε στα αγγλικά, τώρα εκδίδεται στα ελληνικά και που βάση της υπήρξαν η διετία της στου Αβέρωφ και οι συνεντεύξεις τις οποίες πήρε τρεις δεκαετίες αργότερα από τα παιδιά που ήταν πια ενήλικοι και είχαν τις δικές τους οικογένειες.