14/11/18

ΠΩΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΕΝΑΝ ΠΙΝΑΚΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

Louis Marin
Πως διαβάζεις έναν πίνακα ζωγραφικής

Σειρά: minima, αρ. 11
Μετάφραση και επίμετρο: Αλέξανδρος Δασκαλάκης
Επιμέλεια: Μαρία Στεφανοπούλου
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2018
Σελίδες: 95, με 13 έγχρωμες και μια α/μ εικόνα
Διαστάσεις: 11,5 x 10,76 εκ.
ISBN πανόδετου: 978-960-250-729-2
Τιμή: 11,95 € // στο βιβλιοπωλείο μας 10,76 €




Διαβάζουμε ένα γράμμα, ένα ποίημα, ένα βιβλίο. Πώς διαβάζουμε όμως ένα έργο τέχνης; Έναν πίνακα ζωγραφικής τον κοιτάζουμε, μπορεί να τον θαυμάζουμε αμέσως ή να μας αφήνει αδιάφορους, ακόμη και να μας δυσαρεστεί, και τότε τον προσπερνάμε. Όταν όμως τον παρατηρούμε επίμονα, και βέβαια πάντα από απόσταση, όπως στην αίθουσα ενός μουσείου, νιώθουμε ότι σταθήκαμε ώρα μπροστά του όχι μόνο επειδή μας ευχαριστεί η θέασή του, αλλά γιατί ακριβώς έχει και κάτι να μας πει, να μας αφηγηθεί. Αρχίζουμε τότε και αναγνωρίζουμε ότι, «γραμμένος» σε μια δική του γλώσσα, ο πίνακας απαιτεί από μας να τον «διαβάσουμε». Αυτή την παράδοξη αναγνωστική λειτουργία της ιδιωματικής γλώσσας της ζωγραφικής επιχειρεί να αναλύσει στο δοκίμιό του ο Λουί Μαρέν˙ να φωτίσει τα διασταυρούμενα όρια του νοητού και του ορατού: από την παραστατική συμβολική ζωγραφική του Νικολά Πουσσέν ‒όπου την αφήγηση αναλαμβάνει ο μύθος και η Ιστορία‒, διατρέχοντας την τέχνη του 17ου-18ου αιώνα μέσα από τις σιωπηλές νεκρές φύσεις των Φιλίπ ντε Σανπαίν, Λυμπέν Μπωγκέν και Ζαν Μπατίστ Σιμεόν Σαρντέν, ώς τη μοντέρνα τέχνη, με παραδείγματα την αφηρημένη ζωγραφική των Πητ Μόντριαν και Πάουλ Κλέε, ο συγγραφέας αναδεικνύει την καθολικότητα και την αυτονομία της ζωγραφικής απεικονιστικής σημασίας, περιγράφοντας την απόλαυση του βλέμματος όταν αυτό κατορθώνει να διαβάζει σαν γράμμα το ορατό και να κοιτάζει σαν ύλη το νοητό.

Ο Louis Marin (1931-1992) είναι Γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός, σημειολόγος και κριτικός της τέχνης. Με το πλούσιο και ρηξικέλευθο συγγραφικό, διεπιστημονικό του έργο κατάφερε να αντιπαραβάλει και να συγκεράσει έννοιες και μεθόδους κυρίως της φιλοσοφίας, της ιστορίας και της γλωσσολογίας, μελετώντας και εδραιώνοντας την ιστορία των σημειωτικών συστημάτων ‒που υπήρξε και το αντικείμενο της διδασκαλίας του στην École Pratique des Hautes Études του Παρισιού (1978-1992)‒ και την πολιτική ανάλυση της αναπαράστασης. Συνέβαλε αποφασιστικά στη διερεύνηση της θεωρητικής σχέσης ανάμεσα στην «ισχύ των σημείων» και στα «σημεία της εξουσίας», αλλά και στην εφαρμογή της σημειολογίας της ζωγραφικής, ανανεώνοντας το διάλογο μεταξύ κλασικισμού και νεωτερικότητας. Η θεματική του αναζήτηση επικεντρώθηκε σε θεολογικοπολιτικά δοκίμια, στον Μπλαιζ Πασκάλ, στον Νικολά Πουσσέν, στον γαλλικό 17ο αιώνα και στην ιταλική ζωγραφική του 15ου, στην αυτοβιογραφία, στην αφηγηματολογία. Τήρησε ουσιώδεις αποστάσεις από τον σύγχρονο ή προγενέστερο της εποχής του δομισμό, αντλώντας απ’ αυτόν αναλυτικά εργαλεία και συγχρόνως θέτοντας καίρια ερωτήματα για την έκβασή του. Σημαντικά έργα του: La critique du discours(1975), Le récit est un piège (1978), Le portrait de rois (1981), De la représentation (1993), Des pouvoirs de l’image (1993), L’écriture de soi (1999).

(πηγή: ΜΙΕΤ)


Δεν υπάρχουν σχόλια: