ΣΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ 1943
Επιμέλεια: Ειρήνη Σαριόγλου
Αθήνα, Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών 2009
213 σελ., τιμή 15.00 €, έκπτωση 10%
Τελική τιμή 13.50 €
«...Το ημερολόγιο του Κ. Κιουρκτσόγλου περιγράφει με άμεσο τρόπο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαναγκάστηκαν να υπηρετήσουν στα εργατικά τάγματα δεκάδες υπόχρεοι του φόρου περιουσίας.
Αμέσως μετά την επιβολή του σχετικού νόμου ─γνωστού και ως βαρλίκι─ η επιχείρηση και το σπίτι του Κ. Κιουρκτσόγλου εκποιούνται από το τουρκικό κράτος. Τον Ιανουάριο του 1943, αδυνατώντας να καταβάλει τον φόρο των 200.000 λιρών, οδηγείται στην εξορία, στα βάθη της Ανατολής, μαζί με δεκάδες άλλους Ρωμιούς, Αρμένιους και Εβραίους, όπου υπηρετεί με μια υποτυπώδη αμοιβή, και προσπαθεί να αποπληρώσει τον υπέρογκο φόρο που του αναλογεί. Ο νόμος του φόρου περιουσίας απαγόρευε ρητά το δικαίωμα προσφυγής σε ένδικα μέσα.
[…]Η μαρτυρία του Κ. Κιουρκτσόγλου έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή καταγράφει την περίοδο αυτή από την αρχή (Ιανουάριος 1943) μέχρι τέλους (Δεκέμβριος 1943). Οι περιγραφές του διαπνέονται άλλοτε από έκδηλη αγωνία, άλλοτε από απόγνωση και άλλοτε από ειρωνική διάθεση προς το καθεστώς. Πολλές είναι οι φορές, όπου το άγνωστο μέλλον φαίνεται να τον βασανίζει.
[…]Το χειρόγραφο ημερολόγιο του Κ. Κιουρκτσόγλου καταγράφει κυρίως την καθημερινή ζωή των εξορίστων χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς αλλά με φανερή την πίκρα που νιώθει ο ίδιος για το παράλογο της οδυνηρής αυτής εμπειρίας. Η, πολλές φορές, απόμακρη και ψυχρή του ματιά τον μετατρέπει συχνά από εξόριστο σε αντικειμενικό παρατηρητή των γεγονότων. Η μαρτυρία του αναδυκνύει με σαφή και ακέραιο τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης των υπόχρεων στην εξορία, τις πολλαπλές προκλήσεις και κακουχίες, την έλλειψη φαγητού, τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, την εκμετάλλευση και την αταξία που επικρατούσαν στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Άσκαλε. Αν και ο ίδιος αποφεύγει να διατυπώνει προσωπικές του απόψεις, ωστόσο συχνά εκφράζει την απόγνωσή του με το αδιέξοδο που νιώθει να τον περικυκλώνει...»
(Ειρήνη Σαριόγλου, Δρ. Ιστορίας
από την εισαγωγή του βιβλίου
σελ. 11-20)
Η οικογένεια του Κ. Κιουρκτσόγλου
Ρωμιοί, όπως λέμε Εβραίοι
Πέτρος Μάρκαρης
Ένθετο: Βιβλιοδρόμιο
Στήλη: Ιστορία, σελ. 7
Τα Νέα, 13-14.2.2010
ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΗΤΟ ΒΑΡΛΙΚΙ, Ο ΦΟΡΟΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ, ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΕ ΒΑΘΙΑ ΤΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. ΚΙ ΟΜΩΣ, ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟΥ ΗΤΑΝ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Όταν στην Ελλάδα μιλάμε για τους διωγμούς και τις αυθαιρεσίες του τουρκικού κράτους απέναντι στους ομογενείς Κωνσταντινουπολίτες, τα παραδείγματά μας είναι κατά κανόνα τα Σεπτεμβριανά του 1955 και η μεγάλη έξοδος, με τη μέθοδο των απελάσεων, το 1964. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται με δύο ταινίες, οι οποίες είχαν ως θέμα τους τα γεγονότα αυτά: την πρόσφατη «Φθινοπωρινή Οδύνη» της Τομρίς Γκιριτλίογλου και την παλαιότερη «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη. Η πρώτη πραγματεύεται τα Σεπτεμβριανά, η δεύτερη τις απελάσεις του 1964. Και οι δύο είχαν μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό.
Το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κιουρκτσόγλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, αγγίζει ωστόσο μια πληγή που άφησε πολύ πιο βαθιά ίχνη στους Κωνσταντινουπολίτες, αλλά είναι λιγότερο γνωστή στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον φόρο περιουσίας, το βαρλίκι, που επιβλήθηκε από το τουρκικό κράτος στις μειονότητες τον Νοέμβριο του 1942. Η επίσημα δηλωμένη πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης ήταν να φορολογήσει το μεγάλο κεφάλαιο για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες της χώρας εν καιρώ πολέμου. Η αιτιολογία αυτή ήταν όμως προσχηματική, γιατί στην πραγματικότητα φορολογήθηκαν μόνον οι μειονότητες: Ρωμιοί, Αρμένιοι και Εβραίοι. Και αυτό, γιατί ο αδήλωτος σκοπός της κυβέρνησης ήταν ο εκτουρκισμός του κεφαλαίου διαμέσου της αρπαγής των περιουσίων των μειονοτήτων.
Ομάδα υπόχρεων του φόρου περιουσίας οδηγείται
στα εργατικά τάγματα του Άσκαλε. (Cumhuriyet, 23/3/1943)
Ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Σουκρού Σαράτσογλου είχε πει απερίφραστα σε ένα Υπουργικό Συμβούλιο ότι στόχος του φόρου περιουσίας ήταν «να περιέλθει η τουρκική αγορά στους Τούρκους». Ο φόρος ήταν πολλαπλάσιος της κινητής και ακίνητης περιουσίας τού κάθε φορολογούμενου και ήταν καταβλητέος εφάπαξ. Αν ο φορολογούμενος δεν μπορούσε να πληρώσει, η περιουσία του έβγαινε σε πλειστηριασμό και αν το ποσό του πλειστηριασμού δεν κάλυπτε τον φόρο, τότε ο φορολογούμενος εξοριζόταν στο Άσκαλε, ένα μεγαλοχώρι έξω από το Ερζουρούμ, για να εξοφλήσει το υπόλοιπο χρέος του στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας. Το σχέδιο της κυβέρνησης Σαράτσογλου βασιζόταν στο γερμανικό μοντέλο της οικονομικής εξόντωσης των Εβραίων της Γερμανίας. Ένα από τα πρώτα μέτρα που είχε πάρει το ναζιστικό καθεστώς ήταν η δήμευση των περιουσιών των Εβραίων της Γερμανίας. Εξάλλου, ο Σαράτσογλου, αλλά κυρίως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Ισμέτ Ινονού ήταν μεγάλοι θαυμαστές των Γερμανών.
Αναχώρηση της πρώτης αποστολής για το Άσκαλε,
στην οποία συμμετείχε ο Κ. Κιουρκτσόγλου. (Cumhuriyet, 28/1/1943)
Καψώνια
Το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κιουρκτσόγλου καλύπτει όλη αυτή την οδυνηρή εμπειρία. Αρχίζει στις 21 Ιανουαρίου 1943 με την κατάσχεση του σπιτιού του και τελειώνει στις 30 Δεκεμβρίου 1943 με την επιστροφή του στην Πόλη. Ο Κιουρκτσόγλου καταγράφει τα γεγονότα αυτής της τραγωδίας χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς να παρασύρεται σε εξάρσεις, σχεδόν με το ουδέτερο βλέμμα ενός παρατηρητή. Αυτό το ουδέτερο ύφος δεν το χάνει ούτε όταν μιλάει για τα καψώνια που κάνουν στους εξόριστους οι Τούρκοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι ούτε όταν περιγράφει την ταφή κάποιου εξόριστου, ο οποίος άφησε τα κόκαλά του στον τόπο της εξορίας. «Δεν υπάρχει φαγητό και ψωμί», σημειώνει κάθε δεύτερη μέρα, αλλά έτσι ψυχρά, χωρίς άλλο σχόλιο.
Εκείνο που αναδύεται ανάγλυφο από το ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κιουρκτσόγλου, πέρα από τα γεγονότα, τα οποία εγώ τουλάχιστον διαβάζω μόλις τώρα από πρώτο χέρι, είναι η αξιοπρέπεια με την οποία οι εξόριστοι αντιμετώπιζαν τη σκληρή μοίρα τους. Δεν κλαίγονταν, δεν μοιρολογούσαν, απλώς προσπαθούσαν να επιβιώσουν χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά και τις αξίες τους. «Εκκλησιάζονταν» τη Μεγάλη Παρασκευή και την Ανάσταση, χωρίς εκκλησία και παπά, προφανώς ψέλνοντας τα τροπάρια μόνοι τους. Από την άλλη, στο Άσκαλε επιβεβαιώνεται μέχρις ενός σημείου ότι οι συνθήκες της επιβίωσης δεν ενισχύουν μόνο την αλληλεγγύη, αλλά και την αποδυναμώνουν. Επανειλημμένα ο Κιουρκτσόγλου παραπονιέται ότι οι Αρμένιοι ενδιαφέρονται μόνο για τους ομοεθνείς τους και αδιαφορούν για τους ομόθρησκούς τους Ρωμιούς. Ο ίδιος πάντως, ακόμα κι όταν επιστρέφει στην Πόλη χωρίς να του έχει μείνει τίποτα, και ενώ ψάχνει για οποιαδήποτε δουλειά, δεν χάνει την αισιοδοξία του. Η ομογένεια άντεξε και σ΄ αυτή την μπόρα. Δεν άντεξε το ΄64.