ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1870-1912
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
Κείμενα: Γιάννης Επαμεινώνδας, Ιωάννης Δ. Στεφανίδης
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2012
255 σελ. με 239 έγχρωμες και α/μ εικόνες
ISBN 978-960-250-554-0
Τιμή 45.00 € / στο βιβλιοπωλείο μας 40.50 €
ISBN 978-960-250-554-0
Τιμή 45.00 € / στο βιβλιοπωλείο μας 40.50 €
Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (Βίλα Καπαντζή, από 25 Σεπτεμβρίου 2012 έως 22 Μαρτίου 2013). Το υλικό της έκδοσης προέρχεται από τη συλλογή ταχυδρομικών δελταρίων του Άγγελου Παπαϊωάννου, ο οποίος ευγενικά παραχώρησε στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ την άδεια για την ψηφιοποίηση και την αξιοποίηση της συλλογής του. Από το σύνολο των περίπου 1.300 καρτποστάλ της συλλογής επιλέχθηκαν 187 δελτάρια, τα οποία εμπλουτίστηκαν από τις συλλογές του ΕΛΙΑ με 38 ακόμη που αφορούν κυρίως επαγγέλματα και ενδυμασίες.
Η Δύση της Ανατολής, τίτλος δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα (1992), εστιάζει στην πορεία και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε, στα χρόνια 1870-1912, η πόλη στην οποία εισήλθε ο ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912. Στη Θεσσαλονίκη του 1912 συνυπάρχει ακόμη ο παλιός κόσμος της Ανατολής με τον νέο κόσμο της Δύσης. Εμβληματική απεικόνιση αυτών των δύο διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων αποτελεί η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου με τις δύο Εβραίες γυναίκες, τη μάνα με την παραδοσιακή ενδυμασία και την κόρη ντυμένη σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα, να βαδίζουν πλάι πλάι. Παράδοση και νεωτερικότητα αναμετρήθηκαν στα Βαλκάνια στη διάρκεια του 19ου αιώνα –πάντα σε σύγκριση με τα όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη. Ωστόσο, στα ογδόντα και πλέον χρόνια που μεσολαβούν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως την προσάρτηση της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει μια εντελώς διαφορετική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Από την άθλια ανατολίτικη πόλη, και μάλιστα από τις πιο βρόμικες, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα, μέχρι τη λαμπρή κοσμοπολίτισσα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιστορία του μετασχηματισμού της Θεσσαλονίκης είναι συναρπαστική και ακολουθεί τις γενικότερες αλλαγές που σημειώνονται στην Αυτοκρατορία. Στη διάρκεια της βασιλείας των σουλτάνων Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1839-1861) και Αβδούλ Αζίζ Α΄ (1861-1876) επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας και του οθωμανικού κράτους με στόχο η χώρα να λογισθεί ως ευρωπαϊκή δύναμη, ισότιμη των Μεγάλων Δυνάμεων –αν και επί Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909) σημειώθηκε στροφή στον απολυταρχισμό. Οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν αποφασιστικά τη Θεσσαλονίκη, που εκείνη την εποχή αποτελεί την κυριότερη πόλη των ευρωπαϊκών κτήσεων του σουλτάνου και πύλη εξόδου προς τη Μεσόγειο για ολόκληρη τη Βαλκανική.
Η Θεσσαλονίκη διέθετε πολυεθνοτικό πληθυσμό (Εβραίους, Τούρκους, Έλληνες, Λεβαντίνους) και προοδευτικό χαρακτήρα –υπόβαθρο που διευκόλυνε τους πειραματισμούς, σε αντίθεση με την πιο συντηρητική, σουλτανική Κωνσταντινούπολη. Η ίδια η αστική δομή της πόλης θα περάσει μέσα από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού και εξωραϊσμού, που θα την αλλάξει ριζικά. Η Θεσσαλονίκη έμπαινε, έστω και καθυστερημένα, στον αστερισμό της νεωτερικής εποχής και μετασχηματιζόταν στη γνωστή –κοσμοπολίτικη για τους γηγενείς, εξωτική για τους Ευρωπαίους- πόλη της μπελ επόκ, εκσυγχρονιζόμενη πλέον οριστικά σε όλα τα επίπεδα, από τη ριζική αλλαγή του αστικού ιστού μέχρι την οικονομία, το εμπόριο, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, τα ήθη.
Στον 20ό αιώνα, με τα προσφυγικά ρεύματα των πολέμων, την Ανταλλαγή και το Ολοκαύτωμα θα επέλθει η ολοσχερής ανατροπή της πληθυσμιακής της σύστασης και η μετατροπή της σε μια ομογενοποιημένη ελληνική πόλη. Εκατό χρόνια μετά την προσάρτησή της, η Θεσσαλονίκη του 2012 είναι πλέον μια πόλη τελείως διαφορετική από εκείνη του 1912. Το μεγάλο άλμα όμως είχε ήδη γίνει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της οθωμανικής κυριαρχίας και ήταν εκείνο που μεταμόρφωσε τη νωχελική και ράθυμη πόλη του Λεβάντε σε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Ακολουθεί περιγραφή των εικόνων:
Εικόνα αρ. 1: Το ανατολικό τμήμα της Άνω Πόλης φωτογραφημένο από την αυλή πίσω από το ιερό του καθολικού της Μονής Βλατάδων (Cavus Manastir). Φαίνεται ολόκληρη η εσωτερική πλευρά του τείχους ανάμεσα στην πόλη και την ακρόπολη, μέχρι τον πύργο του Τριγωνίου. Η Άνω Πόλη δεν είχε κατοικηθεί στα βυζαντινά χρόνια και είχε μόνο διάσπαρτα μοναστήρια και κρήνες. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν να την κατοικούν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε εντελώς τη Θεσσαλονίκη στα 1620. Το ανατολικό αυτό τμήμα ήταν το τελευταίο που κατοικήθηκε, κυρίως μετά την πυρκαγιά του 1890. Απέναντι, οι αποψιλωμένοι λόφοι του Σεΐχ Σού.
Εικόνα αρ. 2: Τα δύο μεγάλα κτίρια απέναντι από το Τελωνείο, βλέποντας προς τη σημερινή οδό Σαλαμίνος. Στη θέση του δεξιού (όπου και τα γραφεία της Bartissol) βρίσκεται σήμερα το πάρκινγκ του λιμανιού. Όταν τα κτίρια κατεδαφίστηκαν, ο περίβολος με το κιγκλίδωμα μετακινήθηκε επί της οδού Κουντουριώτη, ενσωματώνοντας το χώρο που καταλάμβαναν τα δύο κτίρια στην περιοχή του Λιμένος Θεσσαλονίκης.
Εικόνα αρ. 3: Το νέο κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας στη γωνία της οδού Φράγκων με τη Λέοντος Σοφού. Το παλιό κτίριο ήταν η αστική κατοικία της οικογένειας Άμποτ, η οποία το πούλησε στην στην Οθωμανική Τράπεζα (Bank-1 Osmani-i Sahane), κεντρική τράπεζα της αυτοκρατορίας. Το κτίριο εκείνο ανατινάχθηκε τον Απρίλιο 1903 από τους Βούλγαρους «γεμιτζήδες». Πάνω στα θεμέλιά του ανοικοδομήθηκε το νέο κτίριο, που σήμερα στεγάζει το Κρατικό Ωδείο. Τα δύο αγάλματα στην αυλή του είχαν μεταφερθεί εκεί από την εξοχική κατοικία των Άμποτ στο Urencik (Ρετζικι).
Η Δύση της Ανατολής, τίτλος δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα (1992), εστιάζει στην πορεία και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε, στα χρόνια 1870-1912, η πόλη στην οποία εισήλθε ο ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912. Στη Θεσσαλονίκη του 1912 συνυπάρχει ακόμη ο παλιός κόσμος της Ανατολής με τον νέο κόσμο της Δύσης. Εμβληματική απεικόνιση αυτών των δύο διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων αποτελεί η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου με τις δύο Εβραίες γυναίκες, τη μάνα με την παραδοσιακή ενδυμασία και την κόρη ντυμένη σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα, να βαδίζουν πλάι πλάι. Παράδοση και νεωτερικότητα αναμετρήθηκαν στα Βαλκάνια στη διάρκεια του 19ου αιώνα –πάντα σε σύγκριση με τα όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη. Ωστόσο, στα ογδόντα και πλέον χρόνια που μεσολαβούν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως την προσάρτηση της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει μια εντελώς διαφορετική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εικόνα αρ. 1*
Από την άθλια ανατολίτικη πόλη, και μάλιστα από τις πιο βρόμικες, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα, μέχρι τη λαμπρή κοσμοπολίτισσα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιστορία του μετασχηματισμού της Θεσσαλονίκης είναι συναρπαστική και ακολουθεί τις γενικότερες αλλαγές που σημειώνονται στην Αυτοκρατορία. Στη διάρκεια της βασιλείας των σουλτάνων Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), Αβδούλ Μετζίτ Α΄ (1839-1861) και Αβδούλ Αζίζ Α΄ (1861-1876) επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας και του οθωμανικού κράτους με στόχο η χώρα να λογισθεί ως ευρωπαϊκή δύναμη, ισότιμη των Μεγάλων Δυνάμεων –αν και επί Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909) σημειώθηκε στροφή στον απολυταρχισμό. Οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν αποφασιστικά τη Θεσσαλονίκη, που εκείνη την εποχή αποτελεί την κυριότερη πόλη των ευρωπαϊκών κτήσεων του σουλτάνου και πύλη εξόδου προς τη Μεσόγειο για ολόκληρη τη Βαλκανική.
Εικόνα αρ. 2*
Η Θεσσαλονίκη διέθετε πολυεθνοτικό πληθυσμό (Εβραίους, Τούρκους, Έλληνες, Λεβαντίνους) και προοδευτικό χαρακτήρα –υπόβαθρο που διευκόλυνε τους πειραματισμούς, σε αντίθεση με την πιο συντηρητική, σουλτανική Κωνσταντινούπολη. Η ίδια η αστική δομή της πόλης θα περάσει μέσα από μια διαδικασία εκσυγχρονισμού και εξωραϊσμού, που θα την αλλάξει ριζικά. Η Θεσσαλονίκη έμπαινε, έστω και καθυστερημένα, στον αστερισμό της νεωτερικής εποχής και μετασχηματιζόταν στη γνωστή –κοσμοπολίτικη για τους γηγενείς, εξωτική για τους Ευρωπαίους- πόλη της μπελ επόκ, εκσυγχρονιζόμενη πλέον οριστικά σε όλα τα επίπεδα, από τη ριζική αλλαγή του αστικού ιστού μέχρι την οικονομία, το εμπόριο, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, τα ήθη.
Εικόνα αρ. 3*
Στον 20ό αιώνα, με τα προσφυγικά ρεύματα των πολέμων, την Ανταλλαγή και το Ολοκαύτωμα θα επέλθει η ολοσχερής ανατροπή της πληθυσμιακής της σύστασης και η μετατροπή της σε μια ομογενοποιημένη ελληνική πόλη. Εκατό χρόνια μετά την προσάρτησή της, η Θεσσαλονίκη του 2012 είναι πλέον μια πόλη τελείως διαφορετική από εκείνη του 1912. Το μεγάλο άλμα όμως είχε ήδη γίνει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της οθωμανικής κυριαρχίας και ήταν εκείνο που μεταμόρφωσε τη νωχελική και ράθυμη πόλη του Λεβάντε σε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Ακολουθεί περιγραφή των εικόνων:
Εικόνα αρ. 1: Το ανατολικό τμήμα της Άνω Πόλης φωτογραφημένο από την αυλή πίσω από το ιερό του καθολικού της Μονής Βλατάδων (Cavus Manastir). Φαίνεται ολόκληρη η εσωτερική πλευρά του τείχους ανάμεσα στην πόλη και την ακρόπολη, μέχρι τον πύργο του Τριγωνίου. Η Άνω Πόλη δεν είχε κατοικηθεί στα βυζαντινά χρόνια και είχε μόνο διάσπαρτα μοναστήρια και κρήνες. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν να την κατοικούν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε εντελώς τη Θεσσαλονίκη στα 1620. Το ανατολικό αυτό τμήμα ήταν το τελευταίο που κατοικήθηκε, κυρίως μετά την πυρκαγιά του 1890. Απέναντι, οι αποψιλωμένοι λόφοι του Σεΐχ Σού.
Εικόνα αρ. 2: Τα δύο μεγάλα κτίρια απέναντι από το Τελωνείο, βλέποντας προς τη σημερινή οδό Σαλαμίνος. Στη θέση του δεξιού (όπου και τα γραφεία της Bartissol) βρίσκεται σήμερα το πάρκινγκ του λιμανιού. Όταν τα κτίρια κατεδαφίστηκαν, ο περίβολος με το κιγκλίδωμα μετακινήθηκε επί της οδού Κουντουριώτη, ενσωματώνοντας το χώρο που καταλάμβαναν τα δύο κτίρια στην περιοχή του Λιμένος Θεσσαλονίκης.
Εικόνα αρ. 3: Το νέο κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας στη γωνία της οδού Φράγκων με τη Λέοντος Σοφού. Το παλιό κτίριο ήταν η αστική κατοικία της οικογένειας Άμποτ, η οποία το πούλησε στην στην Οθωμανική Τράπεζα (Bank-1 Osmani-i Sahane), κεντρική τράπεζα της αυτοκρατορίας. Το κτίριο εκείνο ανατινάχθηκε τον Απρίλιο 1903 από τους Βούλγαρους «γεμιτζήδες». Πάνω στα θεμέλιά του ανοικοδομήθηκε το νέο κτίριο, που σήμερα στεγάζει το Κρατικό Ωδείο. Τα δύο αγάλματα στην αυλή του είχαν μεταφερθεί εκεί από την εξοχική κατοικία των Άμποτ στο Urencik (Ρετζικι).