Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Ηλία Δεκουλάκου, γνήσιου και δυναμικού εκπροσώπου της πολυσυζητημένης γενιάς του ’60, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης παρουσιάζει στο Πολιτιστικό του Κέντρο στη Θεσσαλονίκη (Βασ. Όλγας 108) μεγάλη έκθεση του σύγχρονου όσο και διαχρονικού ζωγράφου, που αποτύπωσε με τη συμβολικά ανατρεπτική εικαστική γλώσσα του αλλά και με την προσωπική στάση ζωής του την πολιτική και την κοινωνική βία, καταγγέλλοντας με ωμό ρεαλισμό τη βαναυσότητα του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και την κακοποίηση της φύσης από τον άνθρωπο. Η έκθεση περιλαμβάνει έργα από τις δύο μαχητικές εκθέσεις του δημιουργού: «Ζωγραφική 1968-1973» και «Πλαστικό Σύνολο».
«Καρέκλες» 1968, λάδι-πλαστικό, 100x146 cm
Ορισμένοι από τους πίνακες της πρώτης εκρηκτικής σειράς, που είχαν αναρτηθεί για να εκτεθούν το 1973 στην «Γκαλερί Αθηνών-Χίλτον», θεωρήθηκαν ακατάλληλοι μετά από επεισόδιο που δημιούργησε μία δασκάλα της εποχής, επειδή παρίσταναν γυμνά και «προσέβαλαν τη δημόσια αιδώ». Έτσι, ύστερα από την άρνηση του ζωγράφου να τους αποσύρει, αποκαθηλώθηκαν πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης, η οποία ωστόσο παρουσιάστηκε αργότερα στις «Νέες Μορφές» με μεγάλη απήχηση. Μέσα από τα εικονιζόμενα θέματα, όπως τα απαριθμεί ο ζωγράφος, που είναι ανθρώπινα μέλη, αρχιτεκτονικά μέλη, τοπία, αντικείμενα και φρούτα, ο Ηλίας Δεκουλάκος αντιπαρατίθεται με τον δικό του έντονα κριτικό τρόπο στους εικαστικούς μηχανισμούς των συνταγματαρχών και καταγγέλλει με οργή, θλίψη και δηκτική διάθεση την πολιτική καταπίεση εκείνης της εποχής στην Ελλάδα. «Η ψυχρή σύγχρονη αρχιτεκτονική παραπέμπει εύκολα σε κτίρια φυλακών. Οι νεκρές φύσεις υπονοούν μία τερατώδη κωμικοτραγική απειλή. Και το λαμπερό γυναικείο σώμα, όπως ευτελίζεται από τη διαφήμιση, γίνεται σύμβολο κάθε ανθρώπινου σώματος που ταπεινώνεται και απειλείται από τη βία. Όλες οι εικόνες αποπνέουν βία, πρώτα με το μέγεθός τους, δεύτερον με την επιδεικτική τους αποσπασματικότητα, τρίτον με τη σχεδόν απάνθρωπη τελειότητα της ζωγραφικής τους εκτέλεσης» σχολιάζει η ιστορικός της τέχνης Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση.
«Σπουδή» 1972, enamel, 114x146 cm
Έτσι κι αλλιώς, ο Δεκουλάκος, αντιστεκόμενος μόνιμα «σε κάθε είδους συντηρητισμό ή ιδεολογικές προκαταλήψεις», θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι «όχι μόνο μάστορας, αλλά στοχαστής και διανοούμενος». Απέρριπτε μεν τη στρατευμένη τέχνη, αυτοεπιτασσόταν όμως ενάντια στη διαστρέβλωση όλων των αξιών. Ο ίδιος έλεγε: «Έβλεπα όσα γίνονταν και βυθιζόμουν σε απογοήτευση. Τα αισθητικά προβλήματα δεν με συγκινούσαν πια. Θα σταματούσα να ζωγραφίζω ή θα έβρισκα έναν τρόπο να καταγράψω την πίκρα μου, την αγανάκτηση που ένιωθα. Για μένα η ζωγραφική ήταν η μόνη αντίσταση που άντεχα. Ήθελα να καταγγείλω κάθε μορφή βίας. Μορφή βίας ήταν και η δικτατορία».
Με δεδομένο ότι του απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα λόγω πολιτικών φρονημάτων, επιλέγει ως «πιστόλι» τον αερογράφο ―«μια εύχρηστη συσκευή ψεκασμού χρώματος, που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα, όπως τον ορίζει ο ίδιος»― και πυροβολεί από απόσταση στην επιφάνεια του τελάρου, παράγοντας φωτογραφικά στοιχεία αρτιότητας ενός σύγχρονου υπολογιστή και διατυπώνοντας ταυτόχρονα με την αφηρημένη τέχνη του ξεκάθαρα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα.
«Χειρονομία» 1971, enamel, 130x162 cm
Η δεύτερη σειρά περιλαμβάνει έργα της περιόδου 1976-1978, μαζί με σπουδές της πενταετίας 1974-1978, που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1979 στην πρωτοποριακή γκαλερί «Δεσμός». Πρόκειται για τις ωριμότερες στιγμές της στοχαστικής ζωγραφικής του Δεκουλάκου, που αμφισβητεί πλέον την ανάπτυξη της τεχνολογίας, παρατηρώντας την παραχάραξη των φυσικών στοιχείων, τη στρέβλωση της εικόνας του κόσμου και την επερχόμενη από το καπιταλιστικό σύστημα απειλή κατά της φύσης και του ανθρώπου. Ο Δεκουλάκος, παραμένοντας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, στρέφεται πλέον στη «βία του ανθρώπου προς τη φύση», καταγγέλλοντας προφητικά την εξουσία των τεχνολογικών στοιχείων, την επερχόμενη σύγκρουση με τα φυσικά στοιχεία, τον εκφυλισμό, την ύπουλη συνήθεια.
«Το μήλον της έριδος», 1973,
ακρυλικό-enamel, 162x72 cm
Η ιστορικός της τέχνης Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου γράφει: «Στο κυρίως σώμα του Πλαστικού Συνόλου δεν υπήρχαν γυμνά για να σκανδαλίσουν ανύποπτους περαστικούς [...] Τα απλουστευμένα σύμβολα του Πλαστικού Συνόλου, φρούτα και σωλήνες, προϋπήρχαν στην έκθεση του 1973. Τα φρούτα μάλιστα είναι από τα μονιμότερα θέματα της ζωγραφικής του Δεκουλάκου. Πάντα μελετούσε εκ του φυσικού τα μήλα και τα αχλάδια, σαν ιδανικές φόρμες της φύσης, αλλά και σαν ζωγραφικά αρχέτυπα. Όσο πιο πολύ τα μελετούσε, τόσο οι μορφές τους γίνονταν πιο τέλειες και λιγότερο φυσικές. Ιδανικές, αλλά τεχνητές, σαν τις ψεύτικες εικόνες της διαφήμισης. Οι καρποί της φύσης έμοιαζαν με τεχνολογικά προϊόντα, σχεδόν στον ίδιο βαθμό με τους σωλήνες, που εξαρχής αντιπροσώπευαν το τεχνολογικό στοιχείο στην πιο καταπιεστική του εκδοχή (και θύμιζαν κάγκελα φυλακής)». Και συνεχίζει αλλού: «Τα μεταλλαγμένα φρούτα (ο όρος δεν υπήρχε τότε) διεκδικούν όπως μπορούν την παλιά τους ταυτότητα, η οποία όμως έχει αλλάξει εξαιτίας της τεχνολογίας και, εν μέρει, εξαιτίας της ζωγραφικής [...] Η πρώτη αίσθηση που προκαλούν τα έργα είναι ο θαυμασμός για την τέλεια μορφή τους, μαζί με ένα είδος αμηχανίας, που υπονομεύει την αθωότητα της αρχικής απόλαυσης. Η επιθετική παρουσία των αντικειμένων ανατρέπει γρήγορα την αρχική αίσθηση μιας γαλήνιας ισορροπίας, που προκαλούν οι λιτές, μινιμαλιστικές, σχεδόν αφηρημένες φόρμες και οι επιβλητικές διαστάσεις των έργων. Κάτι ύποπτο μοιάζει να κρύβεται πίσω από τη λεία τους επιφάνεια, κάτι που θυμίζει τα παλιότερα σχόλια του ζωγράφου για τη θανάσιμη ευημερία του σύγχρονου πολιτισμού, τους κινδύνους από τις υπερανάγκες και τις απειλές από τεχνολογικά θαύματα».
Ο Ηλίας Δεκουλάκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Η καταγωγή του ήταν από τα Λάγια της ανατολικής Μάνης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1956. Από το 1960 έως το 1968 δίδαξε στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου (Δοξιάδη). Κατά το διάστημα 1969 έως 1972 δίδαξε σε ιδιωτικό εργαστήριο ελευθέρων σπουδών ζωγραφικής. Το 1982 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1988 δημοσιοποιώντας τους λόγους του. Το 1989 έγινε ομότιμος καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών.
Στις αρχές της εκθεσιακής του δραστηριότητας (δεκαετία του ’60) παρουσίασε μία εξπρεσιονιστικού τύπου αφηρημένη ζωγραφική. Σύντομα, όμως, επανήλθε στις λύσεις της παραστατικής ζωγραφικής, φτάνοντας σε ένα σκληρό είδος φωτογραφικού ρεαλισμού με έντονα κριτικό περιεχόμενο. Το 1979 θεματολογικά στρέφεται προς τον κριτικό σχολιασμό της αλλοτρίωσης που προκαλεί η τεχνολογία. Το 1984, στην 4η ατομική έκθεση έργων του, στην γκαλερί «Ώρα», παρουσίασε ζωγραφική, κατασκευές και βίντεο αρτ. Αργότερα στράφηκε στην τοπιογραφία με μία σειρά τοπία από τις δύο πατρίδες του, τη Μάνη και την Αθήνα. Εκτός από τις ατομικές εκθέσεις του, έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, σε πανελλήνιες αλλά και διεθνείς διοργανώσεις, όπως στην Μπιενάλε Νέων καλλιτεχνών στο Παρίσι, στην Μπιενάλε Αλεξάνδρειας κ.ά. Έργα του παρουσιάστηκαν μετά τον θάνατό του, το 1998, σε ομαδικές εκθέσεις στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στο Ρέθυμνο, στην Πάτρα, στη Ρόδο, στην Ξάνθη.
«Σκέπτομαι ό,τι αισθάνομαι και αισθάνομαι ό,τι σκέπτομαι», έλεγε ο ίδιος. Το σίγουρο είναι ότι το δικό του παρόν είναι και δικό μας, αφού, όπως καταλήγει η ιστορικός της τέχνης Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου, «δεν ταυτίστηκε, κατά βάθος, με καμιά επικαιρότητα, κοινωνική ή καλλιτεχνική. Είχε έναν τρόπο να παραβαίνει τόσο τις επικοινωνιακές συμβάσεις όσο και τις τεχνοτροπικές επιταγές της εποχής του, ίσως επειδή ο βαθύτερος στόχος του ήταν να προσεγγίσει κάτι διαχρονικό και παγκόσμιο, να μετέχει σε μία καθολικότητα, που είναι η πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δύναμης».
«Παρουσίες», enamel, 150x150 cm
Η έκθεση θα διαρκέσει απο 29 Ιανουαρίου έως 15 Μαρτίου 2009. Το ωράριο λειτουργίας είναι το εξής: Τρίτη έως Πέμπτη, Σάββατο, Κυριακή 10:00-18:00, Παρασκευή 10:00-14:00 και 18:00-21:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Για ομαδικές επισκέψεις πρέπει να προηγείται συνεννόηση με το ΜΙΕΤ, τηλ. 2310 295.170-1.