Erich Auerbach
Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας ● Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Μετάφραση: Γιώργος Ανδρουλιδάκης ● Κώστας Σπαθαράκης
Επίμετρο: Διονύσης Καψάλης
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
82 σελ.
ISBN 978-960-250-633-2
Τιμή 10,95 € / στο βιβλιοπωλείο μας 9,86 €
Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Το πρώτο και παλαιότερο δοκίμιο, Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας (1936), μικρό δείγμα της μακράς και επίμονης ενασχόλησης του Άουερμπαχ με τον Ιταλό φιλόσοφο, εξετάζει τη Νέα Επιστήμη ως το πρώτο μείζον έργο της ερμηνευτικής φιλολογίας και συναρτά την αυτόνομη θεμελίωση της φιλολογικής επιστήμης με την ιστορικότητα του Βίκο. Προκειμένου να ανακαλύψει την πνευματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου κατά τις απαρχές του πολιτισμού, ο Βίκο εφάρμοσε τις φιλολογικές μεθόδους στην ερμηνεία των μύθων, των πανάρχαιων μνημείων της γλώσσας, του δικαίου, της θρησκείας και της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Άουερμπαχ, η φιλολογία αναδεικνύεται έτσι «σε πεμπτουσία της επιστήμης του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, οπότε συμπεριλαμβάνει όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, επομένως και την ιστορική επιστήμη με τη στενή έννοια. Η δυνατότητά της εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ότι υπάρχει ένας κόσμος κοινός για όλους τους ανθρώπους, προσιτός και οικείος στον καθένα μας».
Το δεύτερο και ύστερο δοκίμιο, η Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας (1952), κείμενο φιλοσοφικής ωριμότητας αλλά και εντυπωσιακής επικαιρότητας για τις λογοτεχνικές σπουδές (και όχι μόνον), αναδιατυπώνει μια νέα, κάθε άλλο παρά αφελή αποτίμηση του ουμανισμού και συγχρόνως αποτελεί τον συνοπτικότερο και μάλλον τον ωριμότερο λόγο περί της φιλολογικής μεθόδου του Άουερμπαχ. Όσο περισσότερο ενοποιείται η υφήλιος τόσο περισσότερο πρέπει να διευρύνεται η συνθετική και προοπτική θεώρηση και η παγκόσμια λογοτεχνία να θεωρείται ως πολλαπλό υπόβαθρο ενός κοινού πεπρωμένου. «Φιλολογική μας πατρίδα –γράφει χαρακτηριστικά ο Άουερμπαχ- είναι όλη η υφήλιος· δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. Ασφαλώς την πιο πολύτιμη και αναντικατάστατη κληρονομιά του φιλολόγου εξακολουθούν να την αποτελούν η γλώσσα και η παιδεία του δικού του έθνους· για να την αξιοποιήσει όμως, οφείλει να την αποχωριστεί και να την υπερβεί. Σήμερα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα».
Ο ΕΡΙΧ ΑΟΥΕΡΜΠΑΧ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1892 και πέθανε στο Ουώλινγκφορντ του Κοννέκτικατ το 1957. Σπούδασε νομικά, τα οποία όμως εγκατέλειψε για χάρη της φιλολογίας. Το 1929 ανέλαβε την έδρα ρομανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου. Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία εγκαταστάθηκε αρχικά στην Τουρκία, ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, και από το 1947 έως το θάνατό του στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε για λίγο στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας (PSU) και κυρίως στο Γέιλ. Από τα έργα του ξεχωρίζουν η πρώτη του μεγάλη μονογραφία,
Dante als Dichter der irdischen Welt (Ο Δάντης ως ποιητής του επίγειου κόσμου), 1929, η πολύ σημαντική μελέτη “
Figura”, Archivum romanicum 22 (1939), και ασφαλώς το opus magnum του,
Mimesis, ²1959 (Μίμησις, ΜΙΕΤ, ²2014), ένα από τα θεμελιώδη έργα της φιλολογίας του 20ού αιώνα.