Η ματωμένη σημαία που ο Νίκος Καζαντζάκης βρήκε στο αμπέχονο νεκρού στρατιώτη. Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη
Απ' όλους τους πολέμους που συγκλόνισαν τον κόσμο, υπήρξε ένας με ιδιαίτερο αντίκτυπο, που συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, συγγραφέων, διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας, από τις 17 Ιουλίου 1936 μέχρι και την 1 Απριλίου 1939, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Οι μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά απ' όλο τον κόσμο έστειλαν τους καλύτερους επαγγελματίες τους για να καλύψουν τη σύρραξη, στην οποία παιζόταν η ισορροπία δυνάμεων που θα καθόριζε τον 20ό αιώνα. Ανάμεσά τους ο Νίκος Καζαντζάκης και οι Έρντστ Χέμινγουέι, Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερύ, Ιλία Έρενμπουργκ, Τζωρτζ Όργουελ, Χάρολντ «Κιμ» Φίλμπι, Μάρθα Γκέρλχορν, Ίντρο Μοντανέλλι και άλλοι.
Οι 31 καλύτερες ανταποκρίσεις, περιγραφές τόπων και ανθρώπων που γράφτηκαν στο ίδιο το πεδίο της μάχης και είχαν διεθνή αντίκτυπο, φιλοξενούνται μαζί με πλούσιο φωτογραφικό υλικό στην έκθεση «Οι πολεμικοί ανταποκριτές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου» στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Βασ. Όλγας 108). Η έκθεση διοργανώνεται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες, το Ίδρυμα Πάμπλο Ιγκλέσιας, το Μουσείο Καζαντζάκη, το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και το Ελληνοϊσπανικό Κέντρο Πολιτισμού Θεσσαλονίκης «Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα» υπό την αιγίδα του Προξενικού Σώματος Ελλάδος, και εντάσσεται στο πρόγραμμα των 43ων Δημητρίων.
Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη έως Πέμπτη, Σάββατο, Κυριακή 10:00 - 18:00, Παρασκευή 10:00 - 14:00 και 18:00 - 21:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Για ομαδικές επισκέψεις πρέπει να προηγείται συνεννόηση με το ΜΙΕΤ, τηλ. 2310 295170-1.
Ο Έρενμπουργγκ και ο Χέμινγουέι συμμετέχουν στο Συνέδριο Αντιφασιστών Διανοουμένων στην Βαλένθια (Ιούλιος 1937). Ανάμεσά τους, ένα τηλέφωνο,
απαραίτητο εργαλείο των ανταποκριτών
Τζωρτζ Όργουελ
«Τα σύκα - σύκα και τη σκάφη - σκάφη»
New English Weekly
29.07/02.09.1937
Πιθανόν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος να παρήγαγε τη μεγαλύτερη σοδιά ψεμάτων, σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο γεγονός μετά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914-1918, αλλά ειλικρινά αμφιβάλλω για το αν ήταν οι φιλοφασιστικές εφημερίδες αυτές που έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά, παρά τις τόσες εκατόμβες καλογραιών που βιάστηκαν και σταυρώθηκαν παρουσία των δημοσιογράφων της «Daily Mail». Οι αριστερές εφημερίδες «News Chronicle» και «Daily Worker» είναι αυτές που, με τις πολύ πιο ύπουλες μεθόδους διαστρέβλωσης που χρησιμοποιούν, εμπόδισαν το βρετανικό κοινό να καταλάβει την πραγματική ουσία του αγώνα.
Το γεγονός που αυτές οι εφημερίδες απέκρυψαν τόσο προσεκτικά είναι ότι η ισπανική κυβέρνηση (συμπεριλαμβανομένης της ημι-αυτόνομης καταλανικής κυβέρνησης) φοβάται πολύ περισσότερο την επανάσταση απ’ ό,τι τους φασίστες. Κατ’ ουσίαν είναι πια σίγουρο ότι ο πόλεμος θα τελειώσει με κάποια συμφωνία και μάλιστα υπάρχουν λόγοι να αμφιβάλουμε για το αν η κυβέρνηση, που άφησε να πέσει το Μπιλμπάο χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι της, επιθυμεί να νικήσει. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον ζήλο με τον οποίο συνθλίβει τους δικούς της επαναστάτες. Εδώ και κάμποσο καιρό έχει διαμορφωθεί ένα βασίλειο του τρόμου: η βίαιη καταστολή πολιτικών κομμάτων, μια ασφυκτική λογοκρισία του Τύπου, ακατάπαυστη κατασκοπία και μαζικές φυλακίσεις χωρίς δίκη. Όταν έφυγα από τη Βαρκελώνη στα τέλη Ιουνίου, οι φυλακές ήταν φίσκα, στην πραγματικότητα, οι κανονικές φυλακές ήταν από πολύ καιρό φίσκα και οι φυλακισμένοι συσσωρεύονταν σε άδειες σκηνές ή σε οποιαδήποτε άλλη εποχιακή χαμοκέλα μπορούσε να βρεθεί γι’ αυτούς. Αλλά αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται στη φυλακή τώρα δεν είναι φασίστες αλλά επαναστάτες. Βρίσκονται εκεί όχι γιατί οι πεποιθήσεις τους είναι υπερβολικά δεξιές αλλά υπερβολικά αριστερές. Και υπεύθυνοι που αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται εκεί είναι αυτοί οι φρικτοί επαναστάτες, η αναφορά των οποίων κάνει τον Γκάρβιν να τρέμει τρομοκρατημένος, οι κομμουνιστές.
Στο μεταξύ, ο πόλεμος εναντίον του Φράνκο συνεχίζεται, αλλά εκτός από κείνους τους φτωχοδιάβολους στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής, κανείς στην ισπανική κυβέρνηση δεν πιστεύει ότι αυτός είναι ο πραγματικός πόλεμος. Η πραγματική σύγκρουση είναι ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση. Ανάμεσα στους εργαζομένους που μάταια προσπαθούν να διατηρήσουν κάτι απ’ αυτά που κέρδισαν το 1936 και στο μπλοκ των φιλελεύθερων και κομμουνιστών που τους τα παίρνει πίσω με μεγάλη επιτυχία. Είναι κρίμα που ακόμα τόσο λίγος κόσμος στην Αγγλία γνωρίζει ότι τώρα ο κομμουνισμός είναι αντεπαναστατική δύναμη, ότι οι κομμουνιστές έχουν συμμαχήσει απ’ όλες τις πλευρές με τον αστικό ρεφορμισμό και ότι χρησιμοποιούν ολόκληρο τον πανίσχυρο μηχανισμό τους για να συνθλίψουν ή να δυσφημίσουν οποιοδήποτε κόμμα επαναστατικών τάσεων.
Παιδιά που παίζουν πάνω σ’ ένα βουνό από χαλάσματα στην πλατεία Αντόν Μαρτίν (Μαδρίτη)
Δημήτρης Ε. Φιλιππής
Η μετάδοση του «τελευταίου ρομαντικού πολέμου»(Κείμενο από τον κατάλογο της έκθεσης)
«Πρόβα τζενεράλε» του επερχόμενου Μεγάλου Πολέμου, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939) συντάραξε και, καθ’ ομοίωσιν της ισπανικής κοινωνίας, δίχασε βαθιά την παγκόσμια κοινή γνώμη. Από τη μια, οι πολίτες των δημοκρατικών πεποιθήσεων –με τη συμπαράταξη και της πλειονότητας των διανοουμένων, καλλιτεχνών, φοιτητών– οργάνωσαν παλλαϊκά κινήματα στήριξης της δοκιμαζόμενης Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας. Από την άλλη, όσοι έβλεπαν αυτή τη Δημοκρατία σαν το εφαλτήριο μιας ενδεχόμενης επέκτασης του κομμουνισμού στην Ευρώπη επιστράτευαν τις δυνάμεις τους για να αποτρέψουν τον κίνδυνο.
Δεδομένης της παγκόσμιας απήχησης της εμφύλιας σύρραξης, τα δύο στρατόπεδα, Εθνικιστές και Δημοκρατικοί, γνώριζαν ότι ο αγώνας θα κρινόταν και από τη μάχη των εντυπώσεων. Έτσι, δεν τσιγκουνεύτηκαν ούτε τα μέσα ούτε τα χρήματα για να φιλοτεχνήσουν στο εξωτερικό την εικόνα του «δίκαιου» αγώνα τους. Τα δύο στρατόπεδα οργάνωσαν πολυδύναμα «γραφεία προπαγάνδας» και το καθένα εξασφάλισε για λογαριασμό του τα μέσα και τους κονδυλοφόρους που το υποστήριξαν. «Φωνή» των Δημοκρατικών, κορυφαίες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας (ή/και της πολιτικής), γραφίδες ήδη αναγνωρισμένες ή που έμελλε να καταξιωθούν αργότερα. Μικρότερη η προσέλευση στο αντίπαλο στρατόπεδο, αλλά οι πένες διόλου αμελητέες. Κάποιοι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν ή καταδικάστηκαν, πολλοί πέρασαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, ενώ ο Όργουελ, πολεμώντας από τις γραμμές του τροσκιστικού POUM, τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό στο μέτωπο της Ουέσκα(1).
Ο Τύπος και τα δημοσιογραφικά πρακτορεία σ’ όλο τον κόσμο έστησαν πρωτοφανείς για την εποχή μηχανισμούς πληροφόρησης. Ο ισπανικός σπαραγμός ενδιέφερε τους πάντες, το θέμα «πουλούσε», και γι’ αυτό τα τότε ΜΜΕ εμπιστεύτηκαν στις πιο «ακριβές» υπογραφές την «αναμετάδοση» αυτού του αποκαλούμενου «τελευταίου ρομαντικού πολέμου». Ο Ισπανικός Εμφύλιος έδωσε στη δημοσιογραφία τη σπάνια ευκαιρία να ταυτιστεί, ως ένα μεγάλο βαθμό, πλήρως κι επιτυχώς με τη λογοτεχνία. Οι πολεμικοί ανταποκριτές καθαγίαζαν, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, τον αγώνα της μιας ή της άλλης πλευράς. Πολλές φορές, στα ρεπορτάζ από τα μέτωπα του πολέμου, οι μάχες της Μαδρίτης, του Έβρου, οι πολιορκίες των πόλεων παραλληλίζονταν με τις σταυροφορίες και νόμιζες πως έβγαιναν από τα βάθη της Ιστορίας.
Ιστορία και μυθολογία είχαν τεθεί στην υπηρεσία της προπαγάνδας, συγχέονταν και επικαλύπτονταν. Ο Κέσλερ περιέγραφε την ανεπανάληπτη ιστορική συγκυρία που «προβίβαζε» την Ισπανία σε «Άγιο Τόπο». «Αλκάθαρ, το Μεσολόγγι της Ισπανίας» τιτλοφορούσε η «Καθημερινή» τις σχετικές ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη από την πολιορκία του Τολέδο, πόλη-σύμβολο των Εθνικιστών που την υπεράσπιζαν τότε από τους Δημοκρατικούς. Ο Μάθιους, απεσταλμένος των «New York Times», το δήλωσε απερίφραστα: «στο θέμα του Ισπανικού Εμφυλίου η απαίτηση εκδοτών και αναγνωστών για αντικειμενικότητα ήταν, το λιγότερο, αφελής». Εξάλλου, η (λογοτεχνική) υπερβολή συνέφερε και τα δύο στρατόπεδα, εφόσον βέβαια λειτουργούσε υπέρ τους. Το 1954 ο Κέσλερ παραδέχτηκε ότι πολλά από τα επεισόδια που αναφέρει στην «Ισπανική Διαθήκη» του δεν τα είχε ζήσει ο ίδιος αλλά τα εμπνεύστηκε από τις διηγήσεις του Ουίλι Μιούζεμπεργκ, δημοσιογράφου του πρακτορείου «Agitrop», και τα παράθεσε γιατί «ο κόσμος έπρεπε να τρέμει από τον φόβο του»(2).
Ο Νίκος Καζαντζάκης στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου Τολέδο. 1936.
Από το αρχείο του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη Ωστόσο, στους περισσότερο συγγραφείς και λιγότερο δημοσιογράφους η υπερβολή ήταν μερικές φορές τόσο... υπερβολική που εκτόπιζε την ακρίβεια. Ανάμεσα σε εκείνους που το είχαν παρακάνει με τις υπερβολές ήταν και ο Χεμινγουέι. «Διάνθιζε τα κείμενά του με πολύ αίμα, κομμένα πόδια και τραυματισμούς, λες και μοναδικός σκοπός του ήταν να σκορπίσει τον τρόμο στους αναγνώστες του», και το πρακτορείο «North American Newspaper Alliance» (NANA), αναγκάστηκε να τον νουθετήσει, υποδεικνύοντάς του να περιορίζεται στο άκρως απαραίτητο και ουσιώδες. Θιγμένος, προφανώς, από την επίπληξη ότι εκείνα τα κείμενα ήταν από τα χειρότερά του, ο μετέπειτα νομπελίστας έγραψε με θέμα τον Ισπανικό Εμφύλιο τα καλύτερα έργα του: το αριστούργημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και μερικά διηγήματα «βαθιά αντιπολεμικά, χωρίς ποίηση, σκληράδα και υπερβολές», όπου μάλιστα περιγράφει αδρά την καθημερινή ζωή των πολεμικών ανταποκριτών στα μέτωπα, τα μπαρ, και τα ξενοδοχεία της Ισπανίας – στο Hotel Florida της ισπανικής πρωτεύουσας, που ήταν μια από τις «εστίες» των ξένων ανταποκριτών, σε χώρους που βρώμαγαν καπνούς, ουίσκι και τσίκνα (οι δημοσιογράφοι μαγείρευαν και έτρωγαν στα δωμάτιά τους), «ανάμεσα στους ήχους της γραφομηχανής και κανενός παλιού γραμμοφώνου να παίζει συνήθως Σοπέν», ο Χέμινγουεϊ γνώρισε και παντρεύτηκε αργότερα την ανταποκρίτρια της «Collier’s», Μάρθα Γκέλχορν (3). Αλλά και άλλοι από τους τότε ανταποκριτές στα ισπανικά μέτωπα κατέθεσαν αργότερα σπουδαία έργα εμπνευσμένα από τον ισπανικό εμφύλιο: π.χ. ο Μαρλώ έγραψε και σκηνοθέτησε την «Ελπίδα», ο Όργουελ τον «Φόρο τιμής στην Καταλονία», ο Κέσλερ την «Ισπανική Διαθήκη»(4)...
Αμφότερα τα στρατόπεδα ασκούσαν αμείλικτη λογοκρισία. Τα κείμενα των δημοσιογράφων διυλίζονταν στον τηλέγραφο από αυστηρούς λογοκριτές. Οι λογοκριτές των Δημοκρατικών είχαν, για παράδειγμα, εντολή να κόβουν κάθε είδηση σχετική με τη βοήθεια που λάμβανε το Λαϊκό Μέτωπο από την ΕΣΣΔ, όπως και κάθε αναφορά στο ηθικό του λαού και του στρατού. Μπροστά στον –συνήθως αυτοδίδακτο– γλωσσομαθή «ιεροεξεταστή» του ο πολεμικός ανταποκριτής είχε δύο επιλογές: θα έπρεπε ή να τον εξαγοράσει ή να τον παραπλανήσει. Κάποιος π.χ. εξαγόραζε τον φιλοτελιστή λογοκριτή του με γραμματόσημα, ενώ ένας άλλος, όταν αναφερόταν στους εκτελεσθέντες, έγραφε τη λέξη «νεκρός» (με εισαγωγικά). Το σημείο στίξης υποχρέωνε τον συντάκτη ύλης να διαβάζει πίσω από τις αράδες...
Χάρη στην ευφυΐα των μεν και εξαιτίας της αδυναμίας των δε, πέρασαν «αλογόκριτα» πολλά θαυμάσια δημοσιογραφικά κείμενα, όμως οι γκάφες είναι πιο ελκυστικές, και μία, κυριολεκτικά ολέθρια, έκαναν οι αμερικανικοί «Times». Η εφημερίδα είχε δύο ανταποκριτές, έναν σε κάθε στρατόπεδο: τον Μάθιους στο Δημοκρατικό και τον Κάρνεϋ στο Εθνικιστικό. Ο δεύτερος, καθότι φιλοφρανκικός, πίστεψε τόσο πολύ σε ένα δελτίο Τύπου του στρατηγού, όπου διατυπωνόταν η πεποίθηση για τον επικείμενο θρίαμβο στο Τερουέλ, και έστειλε στην εφημερίδα του μια ... λεπτομερή περιγραφή του θριάμβου. Την ίδια ημέρα της δημοσίευσης της ανταπόκρισης έφτανε στο Τερουέλ ο Μάθιους με τον φωτογράφο του Ρόμπερτ Κάπα, και βρήκαν την πόλη στα χέρια των Δημοκρατικών … υποχρεώνοντας την εφημερίδα τους να διαψεύσει τον εαυτό της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι περισσότεροι Ισπανοί δημοσιογράφοι, ανεξαρτήτως πεποιθήσεως, θεωρούσαν συλλήβδην τους ξένους συναδέλφους τους κατασκόπους, και κάποιοι, όπως ο Κόλτσωφ, πράγματι ήταν(5).
Άρθρο της Βιρτζινια Κόουλς στην εφημερίδα The New York Times
Το γεγονός είναι πάντως ότι, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, επαναλήφθηκε πολλές φορές το φαινόμενο έγκριτα φύλλα και ραδιόφωνα να πέσουν θύμα των πολιτικών πεποιθήσεων, τόσο των ανταποκριτών τους, όσο και των ίδιων των διευθύνσεών τους, υπηρετώντας έτσι τυφλά την πολιτική προπαγάνδα σε βάρος της ενημέρωσης. Αν το μειονέκτημα του Χέμινγουεϊ ήταν η «απόλυτη και αφελής πολιτική του ανωριμότητα στο να αντιληφθεί και να εννοήσει τα πραγματικά προβλήματα της Ισπανικής Δημοκρατίας», το πρόβλημα με τον Καζαντζάκη ήταν ότι, «εξαιτίας της υπαρξιστικής αγωνίας του», ενώ από τη μια, πρωτοπόρος ως λογοτέχνης, μετάφραζε και «έκανε γνωστή στο ελληνικό κοινό τη σύγχρονη ισπανική, αντιφασιστική, φλογερή ποίηση μεγάλης κλίμακας», από την άλλη, ως ανταποκριτής στο ισπανικό μέτωπο, εκθείαζε φανερά τον Φράνκο και κατέκρινε τη δημοκρατία «που έφερε την αναρχία και τη διάλυση». Ενίοτε, όμως, πιο έντονο ήταν το πρόβλημα στο χώρο των αριστερών εντύπων. Εύκολα ενδεικτικό το παράδειγμα: η «ορθόδοξη» κομμουνιστική εφημερίδα «Daily Worker» χαρακτήριζε ευθέως «φασίστα» τον Κέσλερ, επειδή η στάση του και τα κείμενά του ήταν εμφανώς υπέρ του τροσκιστών(6).
Το ισπανικό, κυβερνητικό, αριστερό λαϊκό μέτωπο, παρότι ήταν σαφώς πιο ισχυρό στον τομέα της προπαγάνδας και σαφώς πιο αποτελεσματικός ο μηχανισμός λογοκρισίας του, δεν κατάφερε να πιστωθεί και πολλά οφέλη από αυτή την υπεροχή του στα τότε ΜΜΕ, κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας της πολυδιάσπασής του. Μπορεί η η αυτόνομη (δημοκρατική) κυβέρνηση της Καταλονίας να εξέδιδε και να απέστελλε στο εξωτερικό σε 100.000 διευθύνσεις (προσωπικοτήτων και οργανώσεων) ένα δελτίο Τύπου και να προπαγάνδιζε τις θέσεις της σε πέντε γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, εσπεράντο(!) και λατινικά –για τους καθολικούς κληρικούς), εντούτοις δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Κι αυτό γιατί στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη υπήρχαν τότε αυταρχικά καθεστώτα, που ήλεγχαν τον Τύπο και όλες τις μορφές πληροφόρησης με τους δικούς τους μηχανισμούς λογοκρισίας το καθένα, ενώ, ενίοτε, τις υπηρεσίες αυτές πλαισίωναν και Ισπανοί διπλωμάτες που υπηρετούσαν στις χώρες αυτές και είχαν προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Φράνκο(7).
Ένα από αυτά τα καθεστώτα ήταν και αυτό της 4ης Αυγούστου. Ο ελληνικός Τύπος δεν μπορούσε παρά να είναι υποχρεωτικά φιλοφρανκικός και η οδηγία του Ι. Μεταξά στο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού ήταν σαφής: θετικές ειδήσεις και σχόλια για «τις επιτυχίες των Ερυθρών απαγορεύονται», όπως επίσης απαγορεύονταν και κάθε είδους αναφορές είτε ως προς τη συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών (του εξωτερικού ή ναυτεργατών) στον ισπανικό εμφύλιο, είτε ως προς το ζήτημα της ανάμιξης του καθεστώτος Μεταξά στον παράνομο εξοπλισμό των ισπανικών αντιμαχόμενων πλευρών από την ελληνική ναυτιλία. Κατάσχονταν μάλιστα αυτομάτως από τις υπηρεσίες λογοκρισίας της 4ης Αυγούστου και οι ξένες εφημερίδες που είχαν αναφορές σε αυτά τα θέματα.
Βεβαίως, στο μικρό διάστημα των δυόμισι εβδομάδων που μεσολάβησαν από την έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου, στις 18 Ιουλίου 1936, έως την εκδήλωση του πραξικοπήματος Μεταξά στην Αθήνα, στις 4 Αυγούστου 1936, υπήρξαν ελάχιστα χρονικά περιθώρια για μια στοιχειωδώς πιο «αντικειμενική» πληροφόρηση επί του «ισπανικού ζητήματος» εκ μέρους του φιλελεύθερου τύπου, των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Ελεύθερο Βήμα». Αμφότερες οι εφημερίδες τόνιζαν πάντως την ανάγκη να υπάρχει στις εφεδρείες του πολιτικού συστήματος μια «ισχυρά προσωπικότης» που, ως από μηχανής θεός, θα επέμβει όταν η κατάσταση τείνει να εκτραχυνθεί. Και ο Μεταξάς επενέβη, όπως υποστήριζε λίγο αργότερα ο ίδιος και όπως επαναλάμβανε η δημοσιογραφική προπαγάνδα του, «για να μη μεταβληθεί η Ελλάδα σε Ισπανία», ενώ τα έντυπά του τον παραλλήλιζαν περισσότερο με τον «ειρηνοποιό» Πορτογάλο δικτάτορα Σαλαζάρ, αποφεύγοντας τις συγκρίσεις με τον νεότερο, και εμπόλεμο, στρατηγό Φράνκο. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνο το διάστημα των δυόμισι εβδομάδων, η περιοδική τότε και περιορισμένη, έκδοση του «Ριζοσπάστη» έδινε μια ιδέα, μικρή έστω, πλουραλισμού, στον ελληνικό Τύπο, με τα εντυπωσιακά φωτογραφικά πρωτοσέλιδα-ολοσέλιδα ρεπορτάζ (σχεδόν αφίσες) που αφιέρωνε στις «περιφανείς νίκες» του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου εναντίον των «βασιλικών κανίβαλων που έκοβαν τα χέρια των κομμουνιστών»(8).
Ο Ισπανικός Εμφύλιος δεν ήταν δυνατόν να παραμένει επί τριετία στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Από τα πρωτοσέλιδα τον εκτόπιζαν κατά καιρούς διάφορα άλλα συνταρακτικά γεγονότα, όπως π.χ. ο πόλεμος Κίνας-Ιαπωνίας, η συμφωνία του Άξονα, η συμφωνία Ιταλίας-Γερμανίας με την Ιαπωνία κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, οι ανταποκριτές του Τύπου κρατούσαν με διάφορους τρόπους το θέμα στην επικαιρότητα. Π.χ. το Συνέδριο Υπεράσπισης της Κουλτούρας των Αντιφασιστών Συγγραφέων (Ιούλιος 1937, Μαδρίτη-Βαλένθια-Παρίσι) ήταν μια καλή ευκαιρία για να δοθεί δημοσιότητα στο ισπανικό ζήτημα. Το συνέδριο οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Κολτσώφ, προήδρευσε ο Μαρλώ και τις εργασίες του έκλεισε στο Παρίσι ο Αραγκόν απαγγέλλοντας σε μετάφραση το ποίημα «Όρκος στον Φ. Γκαρθία Λόρκα», που έγραψε η ελληνική συμμετοχή του συνεδρίου, ο Στρατής Τσίρκας. Ο Λόρκα όμως ήταν ήδη αρκετά γνωστός χάρη στον Καζαντζάκη, ο οποίος είχε μεταφράσει ποιήματά του τρία χρόνια πριν για το λογοτεχνικό περιοδικό Κύκλος, όπως και ποιήματα άλλων κορυφαίων Ισπανών ποιητών της εποχής. Και αυτό είχε συμβεί το 1933, στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής αποστολής του Κρητικού συγγραφέα για την «Καθημερινή». Τρία χρόνια μετά, πάλι ως απεσταλμένος της «Καθημερινής» στη σπαρασσόμενη Ισπανία, στις 11-1-1937, ο Καζαντζάκης γράφει στην εφημερίδα το άρθρο «Λόρκα, ο Ισπανός ποιητής που σκοτώθηκε»(9).
Η πρώτη ανταπόκριση του Νίκου Καζαντζάκη από τη σειρά της Καθημερινής "Τί είδα 40 ημέρες εις την Ισπανίαν”. Φωτογραφία: Κωστής Ζάγας, από το αρχείο της Βουλής των Ελλήνων
Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1936, ο Καζαντζάκης έφυγε, λοιπόν, και πάλι για την Ισπανία, τώρα ως πολεμικός ανταποκριτής. Η «Καθημερινή» διαφήμιζε την αποστολή του συνεργάτη της και ήδη καταξιωμένου συγγραφέα από τις 2 Οκτωβρίου του 1936 και, αναμένοντας «τις προσεχείς» ανταποκρίσεις του, άρχισε να δημοσιεύει «κατόπιν αιτήματος των αναγνωστών της» μια μικρή ανθολογία κειμένων από την προηγούμενη αποστολή του στην Ισπανία. Στις 24 Νοεμβρίου 1936 δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» η πρώτη μιας σειράς ανταποκρίσεών του για τον Ισπανικό Εμφύλιο, που ολοκληρώθηκαν στις 17 Ιανουαρίου του 1937. «Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν» ήταν ο τίτλος εκείνων των κειμένων, που από τις 24 έως τις 29 Νοεμβρίου 1936 έγιναν πρώτο θέμα. Ανάμεσα στ’ άλλα, ο Καζαντζάκης προέβαλε τις απόψεις των διανοουμένων, όπως ο Ουναμούνο, που είχαν μεταστραφεί υπέρ του Φράνκο, ενώ είχε και μια ολιγόλεπτη συνάντηση με τον ίδιο τον αρχηγό του πραξικοπήματος. Αλλά εκείνη η συνέντευξη δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει μια αποκλειστικότητα σαν κι εκείνη που πήρε, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου, στις 5 Μαΐου 1939, από τον Φράνκο, το «δημιουργό της ιστορίας», όπως τον αποκαλούσε, ο Σπύρος Μελάς για λογαριασμό, και πάλι, της «Καθημερινής»(10).
Αυτή ήταν η λογοκριμένη ενημέρωση των τότε ελληνικών ΜΜΕ για τον ισπανικό εμφύλιο. Προφανώς όμως, όσοι ενδιαφέρονταν για το λεγόμενο τότε «ισπανικό ζήτημα» μπορούσαν να βρουν τρόπους να μάθουν περισσότερα πράγματα, αρκεί π.χ. να είχαν επαφή με μετανάστες των ΗΠΑ, που γνώριζαν και τη μία και την άλλη άποψη μέσω του Τύπου της ομογένειας: η «Ατλαντίς» ήταν πιο φιλοφρανκική, ενώ ο «Εθνικός Κήρυξ» φιλοδημοκρατικός. Αλλά τα ΜΜΕ της ομογένειας δεν συμπεριλαμβάνονται για τεχνικούς λόγους στην παρούσα έκθεση, ως εκ τούτου, υποχρεωτικά, αυτή η αναφορά συνιστά τον επίλογο του παρόντος προλόγου…
Συνέντευξη του Φράνκο στον Φέλιξ Κορρέια, ανταποκριτή της εφημερίδας Diarrio de Lisboa
1. Βασική πηγή της παρούσας μελέτης είναι τα, José Mario Armero, «Corresponsales extranjeros en la guerra de España», Sedmay, 1976, Aldo Garosci, «Gli intellettuali e la guerra di Spagna», Einaudi, Ρώμη, 1959 ή στην πιο πρόσφατη ισπανική έκδοση, «Los intelectuales y la guerra de España», Júcar, Μαδρίτη, 1981 και Χιου Τόμας, «Ιστορία του Ισπανικού Εμφυλίου», τ. 2, Τολίδης, Aθήνα 1971. Βλ. επίσης και το αφιέρωμα στον Ισπανικό Εμφύλιο του περιοδικού «Αντί», τχ. 685, 12.4.1999.
2. Για τις πληροφορίες εδώ πρβλ. τα José Mario Armero, ό.π., κυρίως σ. 67-115 και Βαγγέλης Αγγελής, «Εμφύλιος πόλεμος στη Μαδρίτη-ιδεολογικός πόλεμος στην Αθήνα: η προπαγάνδα στην Ελλάδα για το ισπανικό ζήτημα 1936-39» στο Δημήτρης Ε. Φιλιππής (επιμ.), «1936 Ελλάδα και Ισπανία», Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σ. 115-143.
3. Εδώ πρβλ. José Mario Armero, ό.π., σ. 86-88, με παραπομπή στο «The fifth column» του Χεμινγουέι. Βλ. και Ερνστ Χέμινγουεϊ, «Τέσσερις Ιστορίες από τον πόλεμο της Ισπανίας», Δελφίνι, 1996.
4. Βλ. ενδεικτικά Αρθουρ Κέσλερ, «Ισπανική Διαθήκη», Ωκεανίδα, Αθήνα 1983.
5. Γενικά εδώ, πρβλ. José Mario Armero, ό.π., σ. 67-115.
6. Σχετικά με τα στοιχεία αυτής της παραγράφου, όπως προηγούμενη σημ, βλ. και Δημ. Φιλιππής, «Η Ελλάδα μπροστά στον Ισπανικό Εμφύλιο», Αντί, ό.π., σ. 46-52 και αναδημοσίευση στο Χρήστος Λάζος, «Πεθαίνοντας στη Μαδρίτη», Αίολος, Αθήνα 2001, σ. 166-187, και Β. Αγγελής, ό.π.
7. Πρβλ. την αρχική μορφή της παρούσας μελέτης και το γενικότερο αφιέρωμα από το ένθετο «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», ό.π.
8. Για τα στοιχεία που προσκομίζονται σε αυτές τις παραγράφους, βλ. Β. Αγγελής, ό.π., και Δημ. Φιλιππής, «Η Ελλάδα…», ό.π. και του ιδίου «Ο Ισπανικός διπλωματικός εμφύλιος στην Ελλάδα ― με ενδεικτικά στοιχεία για το λαθρεμπόριο όπλων», στο «1936 Ελλάδα και Ισπανία», ό.π., σ. 145-165 και Θανάσης Δ. Σφήκας, «Η Ελλάδα και ο ισπανικός εμφύλιος», Στάχυ, Αθήνα 2001.
9.Βλ. Δημ. Φιλιππής, «Η Ελλάδα…», ό.π. και αφιέρωμα στο Λόρκα του βιβλιοπωλείου της Λιβαδειάς «Σύγχρονη Έκφραση» στον δικτυακό τόπο http://sigxroniekfrasi.blogspot.com/, επίσης το αφιέρωμα, πάλι στον Λόρκα, του περιοδικού Διαβάζω, τχ. 466, Σεπτέμβριος 2006.
10. Δημ. Φιλιππής, αυτόθι.